- λεβάντες
- el llevant
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
λεβάντες — ο (λ. ιταλ.) 1. ο ανατολικός άνεμος. 2. η ανατολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απηλιώτης — ἀπηλιώτης, ο (Α) (με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση] … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
λεβάντης — και λεβάντες, ο (Μ λεβάντης) ισχυρός ανατολικός άνεμος που πνέει κυρίως κατά το φθινόπωρο και την άνοιξη μσν. ανατολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levante < ιταλ. Levante «Ανατολή»] … Dictionary of Greek
σιροκολεβάντες — και σοροκολεβάντες, ο, Ν ο άνεμος ευραπηλιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιρόκος + λεβάντες] … Dictionary of Greek